- ἀναρρηθῆναι
- ἀναρρέωflowaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάρρηση — η (Α ἀνάρρησις) νεοελλ. η αναγόρευση, η ανακήρυξη, η άνοδος κάποιου σε αξίωμα αρχ. η δημόσια απονομή επάθλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (απρμφ. αορ.) αναρρηθήναι τού αναγορεύω] … Dictionary of Greek
προσανάρρησις — ήσεως, ἡ, Α απόφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνάρρησις «δημόσια απονομή» (< ἀναρρηθῆναι, απρμφ. αορ. τού ἀναγορεύω)] … Dictionary of Greek